ποδάρι

ποδάρι
τό
1) нога; 2) ножка (стола и т. п.);

§ πατώ ποδάρι — настаивать, настоятельно требовать;

σηκώνω όλο τον κόσμο στο ποδάρι — поднять всех на ноги;

αφήνω ( — или βάζω) κάποιον στο ποδάρι μου — оставлять кого-л. вместо себя, назначать себе заместителя;

δουλειά τού ποδάριού — работа, связанная с разъездами;

οποίος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρία — погов, дурная голова ногам покоя не даёт


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ποδάρι" в других словарях:

  • ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… …   Dictionary of Greek

  • ποδάρι — το πόδι ανθρώπου ή ζώου ή επίπλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • -άρας — μεγεθυντική κατάλ. αρσ. ονομάτων της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται με την κατάλ. άρα* < άρι (πρβλ. ποδάρι ποδάρας). Κατά κύριο λόγο η κατάλ. άρας χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ανδρικών μεγεθυντικών κυρίων ονομάτων, πολλά από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • -αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροπόδαρος — η, ο αυτός που έχει ελαφριά πόδια, ελαφρό βάδισμα, που βαδίζει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ποδάρι] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοποδαριά — η 1. η επιδιόρθωση, μοντάρισμα καλτσών στις φτέρνες και στα δάχτυλα, το αλλαξοπόδιασμα 2. το να ξεφεύγει κανείς από τον δρόμο, να αλλάζει πορεία, το αλλαξοποδάριασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + ποδάρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοποδαριάζω] …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • κακοπόδαρος — η, ο (Μ κακοπόδαρος, η, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακό ποδαρικό, γρουσούζης μσν. δυστυχής, άθλιος, κακοπαθημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ποδάρι] …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»